- κυδωνιά
- (Cydonia). Γένος καρποφόρων δέντρων της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα) και κοινή ονομασία του μοναδικού είδους του, Cydonia oblonga, το οποίο ήταν παλαιότερα γνωστό και με τις ονομασίες Pyrus cydonia και Cydonia vulgaris. Πρόκειται για φυλλοβόλο θάμνο ή μικρό δέντρο, ύψους 4-6 μ., ιθαγενές της Ασίας, με κορμό και κλαδιά ελαφρώς στρεβλά, που καλύπτονται από γκρίζο χνούδι. Τα φύλλα είναι κατ’ εναλλαγή, ωοειδή ή ελλειψοειδή και ακέραια, με πράσινο χρώμα στην άνω επιφάνεια και λευκάζοντα, με παχύ στρώμα από χνούδι, στην κάτω. Τα άνθη, που ανοίγουν τον Μάιο ή στις αρχές Ιουνίου, είναι λευκά ή ρόδινα, μεγάλα και μονήρη, με πέντε πέταλα. Οι καρποί, τα γνωστά κυδώνια, είναι μεγάλοι, φτάνοντας σε βάρος τα 500 γρ., και έχουν απιοειδές ή στρογγυλό σχήμα· αρχικά καλύπτονται από χνούδι, ενώ στη συνέχεια έχουν λείο και γυαλιστερό εξωκάρπιο, φωτεινού κίτρινου χρώματος. Ο καρπός έχει σκληρή και συνήθως στυφή, μετρίως γλυκιά σάρκα, που αναδίδει ένα ευχάριστο άρωμα και περιέχει πολλά μαύρα σπέρματα, τα οποία ενδέχεται να είναι δηλητηριώδη· ωριμάζει κατά τα τέλη του φθινοπώρου.
Το κυδώνι τρώγεται ψημένο και χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική για την παρασκευή μαρμελάδας, κομπόστας, κυδωνόπαστου κ.ά., ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την παραγωγή κρασιού. Το σκληρό και ασαπές ξύλο της κ. χρησιμοποιείται στη λεπτοξυλουργική και στην τορνευτική. Τα κυδώνια χρησιμοποιούνται, τέλος, στη βιομηχανία των καλλυντικών και σε ιατρικές εφαρμογές.
Στην Ελλάδα, η κ. αυτοφύεται στα κράσπεδα των δασών της κατώτερης περιοχής, κυρίως στη Μακεδονία και στη Θράκη. Ως καρποφόρο δέντρο καλλιεργείται σε όλη τη χώρα, αλλά σε περιορισμένη κλίμακα. Μεμονωμένα δέντρα κ. καλλιεργούνται συνήθως στους κήπους ή στα όρια των κτημάτων. Συστηματικοί οπωρώνες δεν υπάρχουν. Από τις καλλιεργούμενες ποικιλίες, πιο διαδεδομένη είναι η κυδωνόμηλη, που έχει ογκώδη κιτρινοπράσινο καρπό, παρόμοιο με μήλο, και μαλακή, εύχυμη σάρκα, κατάλληλη για κατανάλωση και σε νωπή κατάσταση· καλλιεργείται στη βόρεια Ελλάδα, στην Πελοπόννησο και στα νησιά.
άγρια κ. Φυτό της οικογένειας των ροδιδών, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι σορβία η σκιαδανθής. Πρόκειται για ψηλό δέντρο, με τριχωτά κλαδιά, ελλειψοειδή φύλλα και λευκά άνθη σε κορύμβους. Ο καρπός της είναι υποσφαιρικός και σαρκώδης. Υπάρχει και η ποικιλία κρητική, με φύλλα χωρίς λοβούς και 12-22 πλευρικές νευρώσεις. Φυτρώνει σε ορεινές, κατά προτίμηση δασικές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Πελοποννήσου και της Κρήτης, καθώς επίσης στην Ευρώπη, στη δυτική Ασία και στη βόρεια Αφρική.
Ένα άλλο είδος άγριας κ. είναι ο θάμνος Styrax officinalis της οικογένειας των στυρακιδών. Ο θάμνος αυτός είναι φυλλοβόλος με ωοειδή, ακέραια και πράσινα φύλλα. Έχει λευκά άνθη σε μικρούς κορύμβους και ο καρπός του είναι σαρκώδης, δερματώδης, ωοειδής και άσπρος. Φυτρώνει σε δάση και κοντά σε όχθες ποταμών, με ασβεστούχα κυρίως εδάφη, σε πολλά μέρη της Ελλάδας και κυρίως στη Θράκη, στη Βοιωτία, στην Αττική, στην Αχαΐα, στη Νάξο και στην Κρήτη.
Τα κυδώνια έχουν σκληρή, αρωματική σάρκα και χρησιμοποιούνται για την παραγωγή μαρμελάδας, κομπόστας και κυδωνόπαστου.
* * *και κυδωνιά και κυδωνέα, η (AM κυδωνέα και κυδωνιά)επιστημονική και κοινή ονομασία τού γένους cydonia και τού μοναδικού είδους που ανήκει σ' αυτό, δηλαδή τού οπωροφόρου θάμνου ή δένδρου Cydonia oblonga, τής τάξης ροδώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνιον + -έαο τ. κυδωνιά < κυδωνέα με συνίζηση (πρβλ. απιδ-έα > απιδιά)].
Dictionary of Greek. 2013.